- καταπίμελος
- καταπίμελοςvery fatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπίμελος — καταπίμελος, ον (Α) 1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής*, πολύ πλούσιος ή εύφορος 2. πολύ λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ πίμελος, περι πίμελος] … Dictionary of Greek
καταπίμελον — καταπίμελος very fat masc/fem acc sg καταπίμελος very fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμέλοις — καταπίμελος very fat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμέλους — καταπίμελος very fat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμέλων — καταπίμελος very fat masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίμελα — καταπίμελος very fat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίμελοι — καταπίμελος very fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)